ἀδιαίρετος — undivided masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιαίρετος — η, ο (Α ἀδιαίρετος, ον) 1. αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται διαίρεση, ο αμέριστος 2. αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον άλλο, ο αχώριστος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αδιαίρετο αδυναμία προς διαίρεση ή… … Dictionary of Greek
ἀδιαιρέτως — ἀδιαίρετος undivided adverbial ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαίρετον — ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc sg ἀδιαίρετος undivided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαιρέτοις — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαιρέτου — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαιρέτους — ἀδιαίρετος undivided masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαιρέτων — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαιρέτῳ — ἀδιαίρετος undivided masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαίρετα — ἀδιαίρετος undivided neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)